πομπεύω

πομπεύω
ΝΑ [πομπή / πομπός]
βρίζω με χυδαία σκώμματα, κοροϊδεύω, χλευάζω
νεοελλ.
1. υποβάλλω σε διαπόμπευση, διαπομπεύω
2. διασύρω, εξευτελίζω δημόσια
αρχ.
1. συνοδεύω κάποιον ως πομπός, τόν οδηγώ στον δρόμο του, προπομπεύω*
2. οδηγώ πομπή
3. προχωρώ σε πομπή, συμμετέχω σε τελετουργική πορεία
4. περιφέρω σε πομπή ή σε φέρετρο τις εστιάδες παρθένους που αμάρτησαν
5. (για αιχμάλωτο) σέρνομαι πίσω από θρίαμβο σαν λάφυρο
(ἐπόμπευσε δὲ καὶ Λίβης τῶν Χάττων ἱερεύς», Στράβ.)
6. (για νικητή στρατηγό) παρελαύνω σε θρίαμβο
7. βαδίζω επιδεικτικά με σοβαρότητα και περηφάνεια
8. μτφ. επιδεικνύω κάτι με τρόπο κραυγαλέο, κάνω πομπώδη επίδειξη
9. παθ. πομπεύομαι
(στη Ρώμη) μέ περιφέρουν πίσω από ρωμαϊκό θρίαμβο («καὶ ἄλλα δὲ σώματα ἐπομπεύθη ἐκ τῶν πορθημένων ἐθνῶν», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πομπεύω — conduct pres subj act 1st sg πομπεύω conduct pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπεύω — πόμπεψα, πομπεύτηκα, πομπεμένος, διαπομπεύω, εκθέτω, προσβάλλω, ρεζιλεύω: Πομπέψανε το κορίτσι σ όλο το χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πομπεύετε — πομπεύω conduct pres imperat act 2nd pl πομπεύω conduct pres ind act 2nd pl πομπεύω conduct imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπεύσω — πομπεύω conduct aor subj act 1st sg πομπεύω conduct fut ind act 1st sg πομπεύω conduct aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπεύῃ — πομπεύω conduct pres subj mp 2nd sg πομπεύω conduct pres ind mp 2nd sg πομπεύω conduct pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπόμπευκεν — πομπεύω conduct perf ind act 3rd sg πομπεύω conduct plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπευθέντα — πομπεύω conduct aor part pass neut nom/voc/acc pl πομπεύω conduct aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπευομένων — πομπεύω conduct pres part mp fem gen pl πομπεύω conduct pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπευσάντων — πομπεύω conduct aor part act masc/neut gen pl πομπεύω conduct aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπευόμενον — πομπεύω conduct pres part mp masc acc sg πομπεύω conduct pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”